πίντα

πίντα
Αγγλική μονάδα χωρητικότητας. Ισούται με 0,56 λίτρα. Ένα αγγλικό γαλόνι ισούται με 8 π.
* * *
η, Ν
ιατρ. λοιμώδες νόσημα, ενδημικό στην Κεντρική και ιδίως στη Νότια Αμερική, το οποίο προκαλείται από τη σπειροχαίτη Treponema carateum.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπαν. pinta].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γαλόνι — Μονάδα όγκου ή χωρητικότητας στο αγγλοσαξονικό μετρικό σύστημα. Χρησιμοποιείται στην Αγγλία, στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες, κυρίως για τη μέτρηση του όγκου των υγρών σωμάτων. Το αγγλικό γ. είναι ίσο με 4,54596 λίτρα και το αμερικάνικο γ. ισούται με …   Dictionary of Greek

  • πιντ — ή πίντα, η, Ν μετρολ. παλιά μονάδα χωρητικότητας, ισοδύναμη με μισό περίπου λίτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. pint < αμάρτυρο αρχ. λατ. *pincta θηλ. τού *pinctus, άλλου τ. τού pictus, παθ. μτχ. τού pingo «βάφω»] …   Dictionary of Greek

  • Γκαλαπάγκος — (Galapagos). Αρχιπέλαγος (7.812 τ. χλμ., 18.900 κάτ. το 2002) του Ειρηνικού ωκεανού. Αποτελείται από 15 μεγάλα και πολυάριθμα μικρότερα νησιά, που περιλαμβάνονται στις επαρχίες του Ισημερινού και απέχουν από τις ακτές του περίπου 900 χλμ. Από το… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Πινθόν — (Pinzon). Όνομα 2 αδελφών Ισπανών θαλασσοπόρων. 1. Βιθέντε Γιάνεθ (1460 – 1524). Στο πρώτο ταξίδι του Κολόμβου (1492 93) ήταν κυβερνήτης του πλοίου Νίνια. Το 1500, επικεφαλής στολίσκου από τέσσερα πλοία ανακάλυψε τμήμα της βραζιλιανής ακτής… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • Φολένγκο, Θεόφιλος — (Folengo, Μάντοβα 1491 – Καμπέσε Μπασάνο 1544). Ιταλός ποιητής. Από οικογένεια ευγενών, έγινε μοναχός στο τάγμα των Βενεδικτίνων, στο οποίο υπηρετούσαν ήδη οι πέντε αδελφοί του, και άλλαξε το όνομά του από Τζιρόλαμο σε Θεόφιλος. Παρακολούθησε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”